σμυρναίικος

σμυρναίικος
και σμυρνέικος -η, -ο, Ν [Σμυρναίος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σμύρνη ή αυτός που προέρχεται από τη Σμύρνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σμυρνέικος — η, ο, Ν βλ. σμυρναίικος …   Dictionary of Greek

  • σμυρναϊκός — ή, ό / σμυρναϊκός, ή, όν, ΝΑ [Σμύρνη] σμυρναίικος …   Dictionary of Greek

  • σμυρνιώτικος — η, ο, Ν σμυρναίικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σμύρνη + κατάλ. ιώτικος (πρβλ. βολ ιώτικος)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • σμυρναϊκός — σμυρναϊκός, ή, ό και σμυρναίικος, η, ο αυτός που αναφέρεται στη Σμύρνη ή προέρχεται από αυτήν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”